ταχεῶν

ταχεῶν
ταχύς
swift
fem gen pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχέων — τάχος swiftness neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταχύς swift masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ταχέω̆ν , ταχύς swift masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal …   Wikipedia

  • Nikolaos Votsis — Born 1877 Hydra Island, Kingdom of Greece Died 1931 Athens, Hellenic Republic Allegiance …   Wikipedia

  • Воцис, Николаос — Николаос Воцис Νικόλαος Βότσης Род деятельности: адмирал Дата рождения: 1877 год(1877) …   Википедия

  • OPS, OPIS — filia Caeli ex Vesta, soror et coniux Saturni, quae et Rhea, et Cybele. Ops autem idcirco dicta putatur, quod terrae ope vita hominum sustentetur, Cicer. l. 2. de Nat. Deor. Terram opem Latini idcirco nominant, quod opes omnes e terra. Unde et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TIMOTHEUS — I. TIMOTHEUS Clearchi Heracleae Ponticae tyranni, filius, caesô in Dionysiis patre, dominationi successit, Olympiadis centesimae sextae annô quartô, tenuitque eam annos quindecim. Obiit Olympidais centesimae decimae an. 3, Diod. l. 16. II.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • αντιδραστήρας — (προωθητής αντίδρασης). Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για την κίνηση ενός οχήματος με εφαρμογή ώθησης, που παράγεται από την αντίδραση μαζών που εξωθούνται σε διεύθυνση αντίθετη προς τη διεύθυνση κίνησης του οχήματος (αρχή δράσης και αντίδρασης) …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”